σκίζομαι

σκίζομαι
yırtılmak, yarılmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκίζομαι — και σχίζομαι, σκίστηκα και σχίστηκα, σκισμένος και σχισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σχίζομαι — σκίζομαι και σχίζομαι, σκίστηκα και σχίστηκα, σκισμένος και σχισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καταρρήγνυμι — και καταρρηγνύω (Α) 1. καταρρίπτω, καταστρέφω («καταρρήξω μέλαθρα καὶ δόμους ἐπεμβαλῶ», Ευρ.) 2. καταξεσκίζω, κατακομματιάζω («κατερρήξαντο τοὺς κιθῶνας» έσκισαν τα ιμάτια, Ηρόδ.) 3. επιφέρω ρήγματα («αὕτη πόλεις ὄλλυσιν,... ἥδε συμμάχου δορὸς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”